ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ
Ανακοίνωση της ΕΕΙ για την εργασιακή επισφάλεια στην πανεπιστημιακή διδασκαλία

Ανακοίνωση της ΕΕΙ για την εργασιακή επισφάλεια στην πανεπιστημιακή διδασκαλία

Μετά από μια σειρά παλινωδιών σχετικά με την προκήρυξη της πράξης «Απόκτηση Ακαδημαϊκής Διδακτικής Εμπειρίας σε νέους κατόχους διδακτορικού», το υπουργείο Παιδείας προχώρησε, εν τέλει, στην προκήρυξη του προγράμματος, μετά την έναρξη του ακαδημαϊκού έτους 2023-2024, δυσχεραίνοντας σημαντικά τον προγραμματισμό τόσο των πανεπιστημιακών τμημάτων, όσο και των συναδέλφων, οι οποίοι ενδιαφέρονται για την απόκτηση διδακτικής εμπειρίας. Όσοι επιλεγούν στο πλαίσιο της τρέχουσας προκήρυξης θα μπορούν να ξεκινήσουν το διδακτικό έργο στο εαρινό εξάμηνο πλέον, ενώ ο σημαντικός διοικητικός και γραφειοκρατικός φόρτος που συνοδεύει την υλοποίηση της Πράξης είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει επιπλέον δυσχέρειες λόγω του ασφυκτικού χρονοδιαγράμματος. Όμως, πέρα από τις τρέχουσες προβληματικές όψεις στην υλοποίηση της Πράξης, υπάρχουν συνολικότερα ζητήματα που τίθενται από την εφαρμογή της και κατά τα προηγούμενα έτη, τα οποία αφορούν αφενός στην επισφάλεια των νέων επιστημόνων και αφετέρου στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα πανεπιστημιακά ιδρύματα λόγω της υποστελέχωσής τους.

Ειδικότερα, είναι σαφές ότι η Πράξη «Απόκτηση Ακαδημαϊκής Διδακτικής Εμπειρίας σε νέους κατόχους διδακτορικού», καθώς και άλλες συναφείς δράσεις, όπως εκείνη των «Ακαδημαϊκών Υποτρόφων», αποτελεί μέσο για την κάλυψη των σημαντικότατων ελλείψεων των ελληνικών πανεπιστημίων σε διδακτικό προσωπικό, ενώ δεν συμβάλλει ουσιαστικά στην ομαλή εξέλιξη της ερευνητικής και επαγγελματικής διαδρομής των νέων επιστημόνων μετά την ολοκλήρωση των διδακτορικών τους σπουδών.

Αξίζει να τονιστεί ότι το ποσοστό του έκτακτου (και επισφαλώς εργαζόμενου) προσωπικού στην τριτοβάθμια εκπαίδευση εμφανίζει σημαντική αύξηση. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, κατά το ακαδημαϊκό έτος 2019/20 το έκτακτο διδακτικό προσωπικό στον χώρο της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ανερχόταν σε 4.366 άτομα, ενώ το τακτικό Διδακτικό και Ερευνητικό Προσωπικό (ΔΕΠ) σε 11.756 άτομα. Τα αντίστοιχα μεγέθη για το έτος 2016/17, ήταν 2.044 και 9.513 αντίστοιχα. Ακόμα και αν ανατρέξει κανείς στα δεδομένα προ κρίσης, θα δει ότι τα μεγέθη του έκτακτου προσωπικού είναι μικρότερα σε σχέση με το 2019, τόσο σε απόλυτους αριθμούς (πχ. το ακαδημαϊκό έτος 2008/09 ανέρχονταν σε 3.143 – κυρίως συμβασιούχοι του ΠΔ 407), όσο και αναλογικά, δηλαδή σε σχέση με το τακτικό προσωπικό (10.516 άτομα). [Βλ. Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), Διδακτικό Προσωπικό στην Ανώτατη Εκπαίδευση : https://www.statistics.gr/el/statistics/-/publication/SED33/2008] Σε ό,τι αφορά την Πράξη «Απόκτηση Ακαδημαϊκής Διδακτικής Εμπειρίας σε νέους κατόχους διδακτορικού», είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την περίοδο 2016-2022, 4.554 «ωφελούμενοι» της Πράξης, προσέφεραν διδακτικό έργο για 13.202 μαθήματα [Μελέτη ΕΚΚΕ-ΕΚΤ 2023]. Από τα παραπάνω, είναι σαφές ότι η Πράξη καλύπτει πάγιες ανάγκες του προγράμματος σπουδών των ελληνικών ΑΕΙ, που είναι αντιμέτωπα με το πρόβλημα της υποχρηματοδότησης, αλλά και της αύξησης του αριθμού των εισακτέων φοιτητών, η οποία δεν συνοδεύεται από την ανάλογη αύξηση των ανθρώπινων πόρων των Ιδρυμάτων. 

Το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή η Πράξη είναι προσανατολισμένη στην κάλυψη πάγιων αναγκών, οι οποίες δεν καλύπτονται από προσλήψεις μελών ΔΕΠ, προκάλεσε άλλωστε και την παρέμβαση της Κομισιόν, η οποία απείλησε με διακοπή της χρηματοδότησης αν δεν αναμορφώνονταν οι όροι επιλογής των «ωφελουμένων» με γνώμονα τη βελτίωση των επαγγελματικών τους προοπτικών. ( Βλ. σχετικά, https://www.esos.gr/arthra/83957/se-anammena-karvoyna-kathontai-oi-prytaneis-provlima-hrimatodotisis-gia-tin-proslipsi)

Ωστόσο, για τους νέους επιστήμονες, οι όροι που διέπουν την επιλογή τους (περιορισμός του αριθμού των διδακτικών εξαμήνων για τα οποία μπορούν να επιλεγούν, μείωση της μοριοδότησής τους μετά τη συμπλήρωση ενός κύκλου του προγράμματος, προσδιορισμός των μαθημάτων που καλούνται να διδάξουν με βάση τις ελλείψεις του τμήματος στη συγκυρία του κάθε ακαδημαϊκού έτους) για την παροχή διδακτικού έργου, και τις συνθήκες εργασίας τους (χαμηλό ύψος αμοιβής, αμοιβή με «μπλοκάκι», περιορισμένος χρόνος απασχόλησης, μη ενσωμάτωσή τους στην ακαδημαϊκή μονάδα ως ισότιμα μέλη του διδακτικού προσωπικού) αποτελούν σημαντικό εμπόδιο στην ερευνητική και επαγγελματική τους εξέλιξη. Μεταξύ άλλων, για τους νέους συναδέλφους καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής ο μεσοπρόθεσμος προγραμματισμός τους, ενώ δεν δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την δημιουργία δεσμών με την ακαδημαϊκή μονάδα υποδοχής. Θα πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι σημαντικές ανισότητες που προκύπτουν από τη γεωγραφία των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Τα έξοδα μετακίνησης και διαβίωσης για όσους προσφέρουν διδακτικό έργο σε περιφερειακά και νησιωτικά ΑΕΙ δεν καλύπτονται επαρκώς από την Πράξη, ενώ σε πολλές περιπτώσεις η αμοιβή των «ωφελούμενων» μετά βίας επαρκεί για να καλύψει αυτές τις δαπάνες. Το γεγονός αυτό είναι ένας επιπλέον επιβαρυντικός παράγοντας για τους συναδέλφους που βρίσκονται στην αρχή της ακαδημαϊκής τους σταδιοδρομίας, ενώ λειτουργεί επίσης ανασταλτικά για την δημιουργία δεσμών με την ακαδημαϊκή μονάδα και την τοπική κοινωνία.

Η ποιότητα του διδακτικού και ερευνητικού έργου στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση εξαρτάται άμεσα όχι μόνο από την αριθμητική επάρκεια του ανθρώπινου δυναμικού, αλλά και από τη διασφάλιση ικανοποιητικών όρων εργασίας, σε θεσμικό και μισθολογικό επίπεδο, για το σύνολο αυτού του δυναμικού.

0